- αβγατιστός
- -ή, -ό [αβγατίζω]1. αυτός που μεγάλωσε, αυξήθηκε, συμπληρώθηκε ή συντελέστηκε με προσθήκη2. το θηλ. ως ουσ. η αβγατιστή3. το ουδ. ως ουσ. το αβγατιστόη αβγατιστή4. «πήδημα αβγατιστό» — οι αβγάτες* (βλ. αβγάτα2).
Dictionary of Greek. 2013.